- κορτιζόνη
- ηορμόνη με αντιφλεγμονώδεις και μεταβολικές ιδιότητες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κορτιζόνη — Στεροειδής ορμόνη που συντίθεται από τη χοληστερόλη στον φλοιό των επινεφριδίων, με την επίδραση της κορτικοτρόπου ορμόνης. Ανήκει στα κορτικοστεροειδή, μαζί με την κορτιζόλη (ή υδροκορτιζόνη) και την κορτικοστερόνη. Η κ. απομονώθηκε για πρώτη… … Dictionary of Greek
κορτιζονούχος — ο, θηλ. και α αυτός που περιέχει κορτιζόνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορτιζόνη + ούχος (< έχω), πρβλ. ζαχαρ ούχος, πηδαλι ούχος] … Dictionary of Greek
πορφύρα — I Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από τριχοειδείς αιμορραγίες του δέρματος, των βλεννογόνων ή του παρεγχύματος. Στο δέρμα η π. εκδηλώνεται με μικρές κόκκινες κηλίδες που δεν εξαλείφονται αν πιεστούν με γυάλινη πλάκα. Οι π. διαιρούνται σε δύο μεγάλες… … Dictionary of Greek
γύρη — Το σύνολο των πολυάριθμων μικρών κόκκων (γυρεοκόκκων ή μισκοσπορίων), που παράγονται με μειωτική πυρηνοτομία μέσα στους ανθήρες (μικροσποριάγγεια) των αγγειοσπέρμων ή στους γυρεόσακους (μικροσποριάγγεια) των γυμνοσπέρμων· αποτελούν το αρσενικό… … Dictionary of Greek
υδροκορτιζόνη — η, Ν (βιοχ.) οργανική ένωση τής ομάδας τών στεροειδών, η οποία αποτελεί την κύρια ορμόνη που εκκρίνεται από τα επινεφρίδια και διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη ρύθμιση τών μεταβολικών διεργασιών ή παρασκευάζεται συνθετικά, χρησιμοποιούμενη ως… … Dictionary of Greek
γλυκοκορτικοειδή — Στεροειδείς ορμόνες με κύριους εκπροσώπους την κορτιζόλη και την κορτικοστερόνη. Η βιοσύνθεσή τους γίνεται στον φλοιό των επινεφριδίων με πρώτη ύλη τη χοληστερόλη, μέσω μιας διαδικασίας που είναι γνωστή ως στεροειδογένεση. Οι ορμόνες αυτές… … Dictionary of Greek
Γούντγουορντ, Ρόμπερτ — (Robert Woodward, Βοστόνη 1917 – 1979). Αμερικανός χημικός. Διπλωματούχος του τεχνολογικού ινστιτούτου της Μασαχουσέτης, όπου μπήκε σε ηλικία 16 ετών, δίδαξε στη συνέχεια στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Ενδιαφέρθηκε κυρίως για τις οργανικές… … Dictionary of Greek
εργοστερόλη — Οργανική ένωση που ανήκει στην ομάδα των στεροειδών. Απομονώθηκε για πρώτη φορά από τον μύκητα Claviceps purpurea. Βρίσκεται και σε άλλους μύκητες, ιδίως ζύμες, απ’ όπου και παρασκευάζεται. Η ένωση αυτή έχει ιδιαίτερο βιομηχανικό ενδιαφέρον,… … Dictionary of Greek
Κένταλ, Έντουαρντ Κάλβιν — (EdwardCalvinKendall, Κονέκτικατ 1886 – Πρίνστον 1972). Αμερικανός βιοχημικός. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με μελέτες στον τομέα της ενδοκρινολογίας. Κατόρθωσε να απομονώσει τη θυροξίνη (1914) και στη συνέχεια, με τη συνεργασία του Χεντς, την κορτιζόνη… … Dictionary of Greek
ορμόνες — Ουσίες που επεξεργάζεται ο ζωικός οργανισμός και οι οποίες όταν εισέρχονται στην αιματική κυκλοφορία μεταφέρονται στα διάφορα όργανα για να διεγείρουν τη λειτουργία τους· οι ο. προορίζονται πράγματι για να ρυθμίζουν την ισορροπία μεταξύ των… … Dictionary of Greek